περίλαμπρος

περίλαμπρος
-η, -ο / περίλαμπρος, -ον, θηλ. και -η, ΝΜ
αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής
νεοελλ.
περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν
με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λαμπρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίλαμπρος — η, ο ο εξαιρετικά λαμπρός, περίφημος: Περίλαμπρη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αινολαμπής — αἰνολαμπής, ὲς (Α) αυτός που λάμπει φοβερά, τρομακτικά, ολόλαμπρος, ο περίλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λαμπὴς < λάμπω] …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιλαμπής — ές, ΝΜΑ [περιλάμπω] αυτός που λάμπει από παντού, περίλαμπρος νεοελλ. αρχ. μτφ. περίφημος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) περιλαμπές λαμπρά …   Dictionary of Greek

  • σεμνοειδής — ές, ΜΑ μσν. λαμπρός, περίλαμπρος («Ἶρις ἐστὶν ἔμφασις ἡλίου σεμνοειδής», Δαμασκ. Ι) αρχ. 1. μεγαλοπρεπής 2. (για φιλοσοφικό επιχείρημα) επιβλητικός, εντυπωσιακός. επίρρ... σεμνοειδῶς Α 1. με μεγάλη σοβαρότητα 2. επιβλητικά, εντυπωσιακά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαμφαής — ές, Α (για το Άγιο Πνεύμα) εξαιρετικά ακτινοβόλος, ολόλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παμφαής «περίλαμπρος»] …   Dictionary of Greek

  • υπερπερίλαμπρος — ον, Μ [περίλαμπρος] υπέρμετρα λαμπρός …   Dictionary of Greek

  • υπέρλαμπρος — η, ο ο υπερβολικά λαμπρός, ο περίλαμπρος, ο λαμπρότατος: Υπέρλαμπρη νίκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”